- κατακονδυλίζω
- κατακονδυλίζω (Α)1. χτυπώ κάποιον με γροθιές, γρονθοκοπώ2. ταλαιπωρώ κάποιον υπερβολικά («ὄχλος κατακεκονδυλισμένος τὴν ψυχήν», Φίλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + κονδυλίζω «γρονθοκοπώ» (< κόνδυλος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κατακονδυλίζω — pres subj act 1st sg κατακονδυλίζω pres ind act 1st sg κατακονδυλίζω pres subj act 1st sg κατακονδυλίζω pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατακονδυλίζοντα — κατακονδυλίζω pres part act neut nom/voc/acc pl κατακονδυλίζω pres part act masc acc sg κατακονδυλίζω pres part act neut nom/voc/acc pl κατακονδυλίζω pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατακονδυλισθέντας — κατακονδυλίζω aor part pass masc acc pl κατακονδυλίζω aor part pass masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατακονδυλίζεσθαι — κατακονδυλίζω pres inf mp κατακονδυλίζω pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατεκονδύλιζον — κατακονδυλίζω imperf ind act 3rd pl κατακονδυλίζω imperf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατακεκονδυλισμένος — κατακονδυλίζω perf part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατακεκονδύλισται — κατακονδυλίζω perf ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατεκονδυλίζετε — κατακονδυλίζω imperf ind act 2nd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατεκονδυλίσατε — κατακονδυλίζω aor ind act 2nd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατεκονδύλισας — κατακονδυλίζω aor ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)